αλακάτιον

αλακάτιον
(I)
ἀλακάτιον, το (Α)
μικρή ηλακάτη, μικρή ρόκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τής λ. ἀλακάτα*].
————————
(II)
το (Βυζ.)
βυζαντινή ονομασία για τις πολεμικές άμαξες, που διέθεταν μηχανισμούς για την εκτόξευση λίθων ή τόξων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”